- φοινιγμός
- ο, ΝΜΑ [φοινίσσω]ιατρ. ερυθρότητα τού δέρματος που οφείλεται σε επίθεση ερεθιστικής ουσίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινιγμός — the irritation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμοῖς — φοινιγμός the irritation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμοί — φοινιγμός the irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμοῦ — φοινιγμός the irritation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμούς — φοινιγμός the irritation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμῶν — φοινιγμός the irritation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμῷ — φοινιγμός the irritation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινιγμόν — φοινιγμός the irritation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνιξις — ίξεως, ἡ, ΜΑ [φοινίσσω] ερυθρότητα τού δέρματος, που οφείλεται σε ερεθισμό από την επίθεση εμπλάστρων ή άλλων υλικών, φοινιγμός* … Dictionary of Greek